- σαυνιάζω
- Α [σαύνιον]εξαπολύω εναντίον κάποιου ακόντιο, φονεύω κάποιον με ακόντιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαυνιάζουσι — σαυνιάζω hurl a javelin at pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σαυνιάζω hurl a javelin at pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαυνιαστής — και δωρ. τ. σαυνιαστάς, ὁ, Α [σαυνιάζω] αυτός που εξακοντίζει σαυνίο, δηλ. ακόντιο, ή, πιθανώς, αλιευτικό καμάκι … Dictionary of Greek